οὐκοῦν

οὐκοῦν
οὐκοῦν, [dialect] Dor. [full] οὐκῶν, Adv., composed,
A like οὔκουν, of οὐκ and οὖν, but differing in meaning and accent, cf. A.D. Conj.257.18sqq., Hdn.Gr.1.516, Phryn.PSp.98B.
I in questions, inviting assent to an inference, or to an addition to what has already received assent, οὐκοῦν δοκεῖ σοι . . ; you think then, do you not, that . . ? X.Cyr.2.4.15, Mem.1.4.5, cf. 4.2.20, Pl.Prt.332b, 360b-d, Cra.416c, etc.: with hortatory subj., οὐκοῦν καὶ ἄλλους σε φῶμεν δυνατὸν εἶναι ποιεῖν (sc. ῥήτορας ἀγαθούς) ; Id.Grg.449b: folld. by οὐ when a neg. answer is invited,

οὐκοῦν οὐκ ἂν εἴη τὸ μὴ λυπεῖσθαί ποτε ταὐτὸν τῷ χαίρειν

;

Id.Phlb.43d

, cf. Phd. 105e;

οὐκοῦν οὐδ' ἂν εἷς ἀντείποι

;

D.16.4

.
II in affirm. sentences, surely then,

οὐκοῦν, εἰ ταῦτα ἀληθῆ, πολλὴ ἐλπὶς ἀφικομένῳ οἷ ἐγὼ πορεύομαι Pl.Phd.67b

: with subj. or imper., οὐκοῦν διδάσκωμεν αὐτόν, ἀλλὰ μὴ λοιδορῶμεν let us teach him, then, Id.La.195a; οὐκοῦν . . ἱκανῶς ἐχέτω let this then suffice, Id.Phdr.274b, cf. 278b, Luc.DMort.23.3;

οὐκοῦν ἂν ἤδη . . λέγοι Ar.Pax43

: with a prohibition,

οὐκοῦν μὴ . . αὐτομολήσῃς Aeschin.1.159

; οὐκοῦν ὑπόλοιπον δουλεύειν slavery, then, is the only alternative, D.8.59
.
2 in replies, very well, yes, ἴωμεν . . Answ.

οὐκοῦν ἐπειδὰν πνεῦμα τοὐκ πρῴρας ἀνῇ, τότε στελοῦμεν S.Ph.639

; ἀμηχάνων ἐρᾷς. Answ.

οὐκοῦν, ὅταν δὴ μὴ σθένω, πεπαύσομαι Id.Ant.91

; ἥξει γὰρ αὐτά, κἂν ἐγὼ σιγῇ στέγω. Answ.

οὐκοῦν ἅ γ' ἥξει καὶ σὲ χρὴ λέγειν ἐμοί Id.OT342

; ἀπόλωλας, ὦ κακόδαιμον. Answ.

οὐκοῦν, ἢν λάχω Ar.Pax364

; ἴθι δὴ σκεψώμεθα . . Answ. οὐκοῦν χρή yes, let us do so,
Pl.Plt.289d, cf. 287c, Sph.254d; surely,

οὐκοῦν τρύγοιπος ταῦτα πάντ' ἰάσεται Ar.Pl.1087

;

οὐκοῦν κλεινὴ καὶ ἔπαινον ἔχουσ' . . ἀπέρχῃ S.Ant.817

(anap.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ουκούν — οὐκοῡν, δωρ. τ. οὐκῶν (Α) επίρρ. 1. (σε ερωτήσεις στις οποίες αναμένεται κατάνευση σε κάποιο συμπέρασμα ή προσθήκη σε κάτι που έχει ήδη γίνει παραδεκτό) λοιπόν δεν, άρα δεν («οὐκοῡν δοκεῑ σοι... συμφέρον εἶναι...;», Ξεν.) 2. (όταν αναμένεται… …   Dictionary of Greek

  • οὐκοῦν — indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὔκουν — certainly not indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ούκουν — οὔκον, ιων. τ. οὐκ ὦν (Α) επίρρ. 1. βεβαίως δεν, ασφαλώς δεν («οὔκουν μ ἐν Ἄργει γ οἷα πράττεις λανθάνει», Αριστοφ.) 2. (με ανακεφαλαιωτική σημ. και σε απόδοση υποθ. λόγου) σύμφωνα με αυτά δεν, με την προϋπόθεση αυτή δεν («οὔκουν ἀπολείψομαί γέ… …   Dictionary of Greek

  • οὕκουν — ἔκουν , κέω to lie down imperf ind act 3rd pl (attic epic doric) ἔκουν , κέω to lie down imperf ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐκῶν — οὐκοῦν doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὔκων — οὔκουν certainly not ionic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουν — oὖν (ΑΜ, Α ιων. και δωρ. τ. ὦν) (βεβαιωτικό μόριο το οποίο δεν τίθεται ποτέ στην αρχή πρότασης) 1. βεβαίως, πράγματι, αληθώς («εἰ δ οὖν τις ἀκτὶς ἡλίου νιν ἱστορεῑ... ζῶντα», Αισχύλ.) 2. (για συνέχιση λόγου, διήγησης) τότε λοιπόν, έπειτα, ύστερα… …   Dictionary of Greek

  • ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… …   Dictionary of Greek

  • завтра, завтра, не сегодня{...} — Завтра, завтра, не сегодня, Так ленивцы говорят. Б. Федоров. Перев. с немецкого. Ср. Morgen! Morgen! Nur nicht heute! Sprechen immer träge Leute. F. Weisse (1726 1804). Der Aufschub. Ср. A demain les affaires. Ср. ούκουν εις αύριον τα σπουδαια .… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Завтра, завтра, не сегодня, Так ленивцы говорят — Завтра, завтра, не сегодня, Такъ лѣнивцы говорятъ. Б. Федоровъ. Перев. съ нѣмецкаго. Ср. Morgen! Morgen! Nur nicht heute! Sprechen immer träge Leute. F. Weisse (1726 1804). Der Aufschub. Ср. A demain les affaires. Ср. «οὐκοῦν εἰς αὔριον τὰ… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”